Το σεμεδάκι της γιαγιάς

19 Δεκ 2010

| | |

Εν μέσω λογισμών, παραλογισμών και εκλογών και ενώ πολλά πέρασαν και δεν ακούμπησαν, μια γνώριμη φωνή ακούγεται καθημερινά σε κάποιο καφέ, μπαρ της πόλης: «Τι λε’ ρε φιλαράκι που δεν θα καπνίσω;» Ο Έλληνας δεν θέλει την υγειά του, δε γουστάρει περιορισμούς, το έχουμε καταλάβει. Ό,τι του λες, εκείνος το αντίθετο θα κάνει, όσο ευγενικά κι αν το θέτεις: «Παρακαλώ, μην παρκάρετε/καπνίζετε/φωνάζετε». Κι όμως «εγώ θα παρκάρω όπου γουστάρω»  –συνήθως πάνω στο πεζοδρόμιο και σε θέσεις για ανάπηρους, «θα το κάνω ντουμάνι εδώ μέσα», «και ποιος είσαι εσύ που θα μου πεις να μη φωνάζω;». Οι παραδόσεις είναι παραδόσεις κι έτσι μιλάμε κι έτσι είμαστε αναντάμ παπαντάμ: πληθωρικοί στα ούλα μας!

Από τη στιγμή που εφαρμόστηκε ο αντικαπνιστικός νόμος σε μαγαζιά πάσης φύσεως και τα πρώτα κρύα έπιασαν, έχω γίνει μάρτυρας σε σκηνικά απείρου κάλλους. Σε καφετέρια με επιτραπέζια πριν καιρό, δυστυχώς την ημέρα που έπαιζε η Εθνική Ελλάδος, ήταν φίσκα το μαγαζί και θα περίμενε κανείς να μη βλέπει τη μύτη του από το σύννεφο καπνού. Όχι, ατμόσφαιρα πεντακάθαρη. Απλά έξω απ’ το μαγαζί υπήρχαν 5-6 εξαρτημένοι που κάπνιζαν στο ψοφόκρυο. Τελειώνει ο αγώνας και ένας παππούς που προηγουμένως μας είχε κεράσει κι άλλα κουλουράκια για τον καφέ, ανάβει τσιγάρο σε μια γωνία και μας γνέφει «καπνίστε ελεύθερα». Φαινόταν να μην ξέρει τι του γίνεται γιατί και οι σερβιτόροι δυσανασχέτησαν μαζί του, αλλά γρήγορα καταλάβαμε ότι επρόκειτο για τον ιδιοκτήτη του μαγαζιού, που εκτός από τα κουλουράκια, μας έκανε δώρο κι από ένα τσιγάρο, ως τελευταία παρέα που είχαμε απομείνει. Και να θες ν’ αγιάσεις δηλαδή, ο 70χρονος σε σπρώχνει στον καρκίνο! Άλλο περιστατικό: ταξίδευα προς Καβάλα και κάναμε στάση σε γνωστό ζαχαροπλαστείο για καφέ και κουραμπιέδες. Δύο οδηγοί λεωφορείων, άραζαν τις κοιλιές τους σε παραδιπλανό τραπέζι και φώναξαν το σερβιτόρο να τους φέρει καφέ κι ένα τασάκι. Ο σερβιτόρος τους είπε ευγενικά ότι ισχύει ο νόμος και ότι μπορούσαν να πάρουν τον καφέ στο χέρι και να καπνίσουν έξω. Εκείνοι με θράσος του απάντησαν πως ο πελάτης έχει πάντα δίκιο. Το παιδί έφερε το τασάκι προειδοποιώντας ότι το πρόστιμο θα βάραινε αυτούς και όχι το μαγαζί. Κι εκεί ήρθε η κορυφαία απάντηση από τον κοιλαρά: «Εγώ μια ζωή τον ελληνικό μου τον πίνω με τσιγάρο. Δεν πά’ να μου κόβουν μισθούς και επιδόματα; Εγώ αν χρειαστεί και 500άρικο θα σκάσω για την απόλαυσή μου!».

Στα πλαίσια της παράδοσης και της συνήθειας λοιπόν, γυρνώντας στη χειμωνιάτικη πλέον Θεσσαλονίκη, πρόσεξα κάτι ακόμα: εκτός από τα κουρασμένα  πρόσωπα των υπαλλήλων που στέκονται στις πόρτες των καταστημάτων και κάνουν τσιγαράκι στο διάλειμμά τους, πολλοί έχουν βγάλει τραπεζάκια με καρεκλάκια έξω, όπου υπάρχει πεζοδρόμιο. Η εικόνα στη γειτονιά μου, με αρκετούς μαγαζάτορες να μαζεύονται σε ένα τραπεζάκι, στρωμένο με το σεμεδάκι της γιαγιάς και 5 ελληνικούς και φραπέδες επάνω, έπρεπε να υπάρξει ξανά στην πόλη λόγω της ποινικοποίησης του καπνίσματος σε κλειστό δημόσιο χώρο; Ποτέ πριν δεν μου είχε περάσει απ’ το μυαλό ότι κάτι που βλάπτει, μπορεί να ενώσει και να μας γυρίσει όσο πίσω χρειάζεται, κάπου εκεί λίγο πριν την αποξένωση και τις κλειδωμένες πόρτες. Και μια αισιοδοξία ξαφνικά γεννήθηκε.

0 λόγια από περαστικούς: