Ελλάδα. Ίλιγγος. Θεσσαλονίκη. Παράνοια. Σχολη. Αδιαφορία. Εγώ. Ρουτίνα... αλλά κινούμαι!
Ενώ όλοι χορεύουν σε ρυθμόυς οικονομικής κρίσης (καραμέλα το κάναμε πλέον), όλα γύρω μοιάζουν στατικά ή ακόμα χειρότερα σα να τα παρακολουθώ σε playback -πώς γίνεται αυτό, δεν ξέρω, μη με ρωτάτε, φιλολογία σπουδάζω. Μου έρχεται στο μυαλό το Matrix....πάντα υπερβολική. Σα να μας κινεί κάποιος, σα να είμαστε πιόνια και πρέπει υποχρεωτικά να κάνουμε αυτό, εκείνο, το άλλο, ψώνια, σπίτι, τα παιδιά στο σχολείο, δουλειά, αμάξι, φαγητό, διασκέδαση, υπολογιστής, ύπνος... φτου κι απ' την αρχή. Το νόημα ποιο; Χρήματα ποτέ δεν περισσεύουν στην πραγματικότητα, ωστόσο πάντα υπάρχει ένα ματσάκι κάτω απ' το στρώμα "για ώρα ανάγκης": ώρα ανθρώπινης ανάγκης να ξεφύγεις από όσα σε πνίγουν, να δεις έναν αγαπημένο, να κάνεις κάτι αγαπημένο.
Σήμερα συναντήθηκα με μια φίλη απ' το σχολείο. Δεν ήξερα πόση ανάγκη το είχα, μέχρι που βρεθήκαμε, αρχίσαμε να μιλάμε, να γελάμε και 2 ώρες κύλησαν σα νερό. Μου έδωσε και το προσκλητήριο του γάμου της. Σε 10 μέρες. Εκεί ήταν που κόλλησα και συνειδητοποίησα ότι έχω μείνει πίσω: εκείνη μου έλεγε για το πόσα ξόδεψε στο νυφικό κι εγώ για το πόσα ξόδεψα προχτές, εκείνη έλεγε με πόνο πώς σηκένεται καθημέρινα και πηγαίνει με το ΚΤΕΛ στη σχολή της στις Σέρρες και πώς χάνει το Σαββατιάτικο πρωινό στη δουλειά και δεν πάει για ψώνια, κι εγώ κλαιγόμουν για το ιδιαίτερο στην Καλαμαριά. Οι άλλοι τρέχουν ή εγώ κοιμάμαι όρθια; Ντράπηκα να μην της πληρώσω την πορτοκαλάδα και κουβαλώντας παραμάσχαλα το Σεφέρη που πήρα από το βιβλιοπωλείο πριν τον φραπέ, σύρθηκα ως στη στάση του λεωφορείου.
Μου ήρθε στο νου ο χτεσινός αγανακτησμένος ημίτρελος παππούς που πετούσε με λύσσα τις σακούλες σκουπιδιών από τους κάδους μπροστά απ' τη στάση και εμπόδιζε τα λεωφορεία να περάσουν... Που πηγαίνουμε; Πού πάω; Ας κατηγορήσω κι εγώ το σύστημα που με έκανε μίζερο πολίτη της ρουτίνας και μου έφαγε τα όνειρα. Ας είχα κι εγώ τη δύναμη να πετάξω μια σακούλα σκουπιδιών καταμεσής του δρόμου κι ας με θεωρούσαν μισότρελη. Σαν τους εξηγούσα την αιτία όμως, είμαι σίγουρη ότι θα μάζευα άλλους 1000 με το μέρος μου. Οι μόνοι που φωνάζουν και ακούγονται (σε όλους, εκτός των πολιτικών) είναι οι ηλικιωμένοι συνταξιούχοι, οι φοιτητές της ΚΝΕ και οι Παοκτσήδες... οπότε εγώ γιατί να φωνάξω; Στην τελευταία πρόταση περικλείεται και ο λόγος της αδράνειάς μου. Τελικά έχω τα κότσια να φωνάξω μόνο τον σερβιτόρο να μου φέρει το ποτό μου.
Τις προάλλες ένας αδερφικός φίλος, καθώς πίναμε ποτό, μου είπε ότι ομόρφυνα... τώρα με πρόσεξε, επειδή έβαλα λίγο κόκκινο στα χείλη και λίγο ξανθό στο μαλλί κι έγινα σαν τις άλλες. Μόνο που εγώ δεν μασάω σαν τις άλλες από τέτοια και είμαι μόνη από επιλογή...έτσι θα μ' άρεζε να λέω. Την "επιλογή" μου την επέβαλαν δύο άκυρα timing, δυο πείσματα και μία απόσταση...μεγάλη. Τελικά, το μόνο που κάνω από μόνη μου είναι να τραγουδάω κάθε μέρα όλη μέρα, να εκφράζομαι γράφοντας, να συμπαραστέκομαι σε φίλους, να δίνομαι, να αγαπάω και να κάνω λάθη.
Ενώ όλοι χορεύουν σε ρυθμόυς οικονομικής κρίσης (καραμέλα το κάναμε πλέον), όλα γύρω μοιάζουν στατικά ή ακόμα χειρότερα σα να τα παρακολουθώ σε playback -πώς γίνεται αυτό, δεν ξέρω, μη με ρωτάτε, φιλολογία σπουδάζω. Μου έρχεται στο μυαλό το Matrix....πάντα υπερβολική. Σα να μας κινεί κάποιος, σα να είμαστε πιόνια και πρέπει υποχρεωτικά να κάνουμε αυτό, εκείνο, το άλλο, ψώνια, σπίτι, τα παιδιά στο σχολείο, δουλειά, αμάξι, φαγητό, διασκέδαση, υπολογιστής, ύπνος... φτου κι απ' την αρχή. Το νόημα ποιο; Χρήματα ποτέ δεν περισσεύουν στην πραγματικότητα, ωστόσο πάντα υπάρχει ένα ματσάκι κάτω απ' το στρώμα "για ώρα ανάγκης": ώρα ανθρώπινης ανάγκης να ξεφύγεις από όσα σε πνίγουν, να δεις έναν αγαπημένο, να κάνεις κάτι αγαπημένο.
Σήμερα συναντήθηκα με μια φίλη απ' το σχολείο. Δεν ήξερα πόση ανάγκη το είχα, μέχρι που βρεθήκαμε, αρχίσαμε να μιλάμε, να γελάμε και 2 ώρες κύλησαν σα νερό. Μου έδωσε και το προσκλητήριο του γάμου της. Σε 10 μέρες. Εκεί ήταν που κόλλησα και συνειδητοποίησα ότι έχω μείνει πίσω: εκείνη μου έλεγε για το πόσα ξόδεψε στο νυφικό κι εγώ για το πόσα ξόδεψα προχτές, εκείνη έλεγε με πόνο πώς σηκένεται καθημέρινα και πηγαίνει με το ΚΤΕΛ στη σχολή της στις Σέρρες και πώς χάνει το Σαββατιάτικο πρωινό στη δουλειά και δεν πάει για ψώνια, κι εγώ κλαιγόμουν για το ιδιαίτερο στην Καλαμαριά. Οι άλλοι τρέχουν ή εγώ κοιμάμαι όρθια; Ντράπηκα να μην της πληρώσω την πορτοκαλάδα και κουβαλώντας παραμάσχαλα το Σεφέρη που πήρα από το βιβλιοπωλείο πριν τον φραπέ, σύρθηκα ως στη στάση του λεωφορείου.
Μου ήρθε στο νου ο χτεσινός αγανακτησμένος ημίτρελος παππούς που πετούσε με λύσσα τις σακούλες σκουπιδιών από τους κάδους μπροστά απ' τη στάση και εμπόδιζε τα λεωφορεία να περάσουν... Που πηγαίνουμε; Πού πάω; Ας κατηγορήσω κι εγώ το σύστημα που με έκανε μίζερο πολίτη της ρουτίνας και μου έφαγε τα όνειρα. Ας είχα κι εγώ τη δύναμη να πετάξω μια σακούλα σκουπιδιών καταμεσής του δρόμου κι ας με θεωρούσαν μισότρελη. Σαν τους εξηγούσα την αιτία όμως, είμαι σίγουρη ότι θα μάζευα άλλους 1000 με το μέρος μου. Οι μόνοι που φωνάζουν και ακούγονται (σε όλους, εκτός των πολιτικών) είναι οι ηλικιωμένοι συνταξιούχοι, οι φοιτητές της ΚΝΕ και οι Παοκτσήδες... οπότε εγώ γιατί να φωνάξω; Στην τελευταία πρόταση περικλείεται και ο λόγος της αδράνειάς μου. Τελικά έχω τα κότσια να φωνάξω μόνο τον σερβιτόρο να μου φέρει το ποτό μου.
Τις προάλλες ένας αδερφικός φίλος, καθώς πίναμε ποτό, μου είπε ότι ομόρφυνα... τώρα με πρόσεξε, επειδή έβαλα λίγο κόκκινο στα χείλη και λίγο ξανθό στο μαλλί κι έγινα σαν τις άλλες. Μόνο που εγώ δεν μασάω σαν τις άλλες από τέτοια και είμαι μόνη από επιλογή...έτσι θα μ' άρεζε να λέω. Την "επιλογή" μου την επέβαλαν δύο άκυρα timing, δυο πείσματα και μία απόσταση...μεγάλη. Τελικά, το μόνο που κάνω από μόνη μου είναι να τραγουδάω κάθε μέρα όλη μέρα, να εκφράζομαι γράφοντας, να συμπαραστέκομαι σε φίλους, να δίνομαι, να αγαπάω και να κάνω λάθη.
0 λόγια από περαστικούς:
Δημοσίευση σχολίου