Πόσο καιρό σου παίρνει να συνηθίσεις να κοιτάς από ένα παράθυρο με θέα; Θα μου πεις, εξαρτάται από πού έρχεσαι, τι έβλεπες και ποια είναι τα καινούργια δεδομένα...
Όσο μεγαλώνει το σπίτι, τόσο μου φαίνονται πιο μεγάλα τα προβλήματα. Στο μικρό διαμέρισμα συναντιόμασταν, μιλούσαμε, μοιραζόμασταν και ούτε που μας ένοιαζε ο γείτονας απέναντι στα 10 μέτρα που ξεντυνόταν μπροστά στην μπαλκονόπορτα. Εμείς χαμογελούσαμε γιατί είχαμε θέα στο πάρκο κι εκεί έπαιζαν πάντα: είτε τα μικρά παιδιά μπάλα ή τα πολύ μεγάλα παιδιά σκάκι. Αυτό είχε σημασία, πως η ζωή κυλούσε κι ας ήταν στριμωγμένη. Το γραφείο είχε βιβλία, η ντουλάπα ήταν ανύπαρκτη και το κρεβάτι μου εξομολογητήριο, αυτό είχε σημασία.
Τώρα δίνουμε σημασία μόνο στο παράθυρο με θέα: το επιζητάμε με αγωνία, κοιτάζουμε κλεφτά τον γείτονα, το ανοίγουμε διάπλατα και πάλι δεν μπαίνει φως... Και οι μέρες περνάνε κουραστικά και άσκοπα. Το γραφείο είναι γυάλινο, η ντουλάπα φίσκα και το διπλό κρεβάτι μου ανέραστο. Τα παιδιά τσιροκοπούν και μεγάλα παιδιά δεν υπάρχουν, η μπάλα χάθηκε και ο Βασιλιάς σταμάτησε να ασχολείται με τη Βασίλισσα και το παιχνίδι κοντεύει να τελειώσει.
Πώς γίνεται να ονειρεύεσαι τη θάλασσα κι ας μην τη βλέπεις και όταν το μάτι βαριέται να τη βλέπει καθημερινά, τη νοσταλγεί στο τέλος περισσότερο; Έχασε την αξία της η θέα, όσο πάει και ξεμακραίνει το όνειρο με το οποίο ξεκινήσαμε... Τώρα έχουμε τη θάλασσα μέσα μας και καθένας τη δική του. Αυτό έχει πλέον σημασία.
Όσο μεγαλώνει το σπίτι, τόσο μου φαίνονται πιο μεγάλα τα προβλήματα. Στο μικρό διαμέρισμα συναντιόμασταν, μιλούσαμε, μοιραζόμασταν και ούτε που μας ένοιαζε ο γείτονας απέναντι στα 10 μέτρα που ξεντυνόταν μπροστά στην μπαλκονόπορτα. Εμείς χαμογελούσαμε γιατί είχαμε θέα στο πάρκο κι εκεί έπαιζαν πάντα: είτε τα μικρά παιδιά μπάλα ή τα πολύ μεγάλα παιδιά σκάκι. Αυτό είχε σημασία, πως η ζωή κυλούσε κι ας ήταν στριμωγμένη. Το γραφείο είχε βιβλία, η ντουλάπα ήταν ανύπαρκτη και το κρεβάτι μου εξομολογητήριο, αυτό είχε σημασία.
Τώρα δίνουμε σημασία μόνο στο παράθυρο με θέα: το επιζητάμε με αγωνία, κοιτάζουμε κλεφτά τον γείτονα, το ανοίγουμε διάπλατα και πάλι δεν μπαίνει φως... Και οι μέρες περνάνε κουραστικά και άσκοπα. Το γραφείο είναι γυάλινο, η ντουλάπα φίσκα και το διπλό κρεβάτι μου ανέραστο. Τα παιδιά τσιροκοπούν και μεγάλα παιδιά δεν υπάρχουν, η μπάλα χάθηκε και ο Βασιλιάς σταμάτησε να ασχολείται με τη Βασίλισσα και το παιχνίδι κοντεύει να τελειώσει.
Πώς γίνεται να ονειρεύεσαι τη θάλασσα κι ας μην τη βλέπεις και όταν το μάτι βαριέται να τη βλέπει καθημερινά, τη νοσταλγεί στο τέλος περισσότερο; Έχασε την αξία της η θέα, όσο πάει και ξεμακραίνει το όνειρο με το οποίο ξεκινήσαμε... Τώρα έχουμε τη θάλασσα μέσα μας και καθένας τη δική του. Αυτό έχει πλέον σημασία.
0 λόγια από περαστικούς:
Δημοσίευση σχολίου